στελ(λ)άδο

στελ(λ)άδο
το, Ν
1. ναυτ. ταχύπλοο εμπορικό ή πολεμικό πλοίο, τού οποίου η αναλογία τού μήκους ως προς το πλάτος είναι μεγάλη
2. στον πληθ. τα στε(λ)άδα
οι στενώσεις τής γάστρας τού πλοίου από τις δύο μεριές τής στείρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. ιταλ. προελεύσεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”